- σημειώσεων
- σημειώσεω̆ν , σημείωσιςindicationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray … Wikipédia en Français
ДИОНИСИЙ Киренский — ДИОНИСИЙ (Διονύσιος) Киренский (сер. 2 в. до н. э.) греческий философ, стоик, ученик Панэтия, последний заметный логик стоической школы. Возможно, учился также у Антипатра из Тарса. Сочинения Дионисия (не сохранились) написаны в связи с… … Философская энциклопедия
ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ — ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ (Διονύσιος ὁ Κυρηναῖος) (сер. 2 в. до н. э.), стоик, ученик Панетия, учившийся, возможно, также у Антипатра из Тарса; последний заметный логик стоической школы. Сочинения Д. (не сохранились) написаны в связи с… … Античная философия
ФИЛОДЕМ — ФИЛОДЕМ (Φιλόοημος) из Гадары (100/110 35/40 до н. э.), греч. философ, поэт, последователь Эпикура. Родился в Гадаре на берегу Галилейского моря, изучал философию в Афинах под руководством Зенона Сидонского, после смерти которого возглавил… … Античная философия
κιτάπι — το βιβλίο ή τετράδιο σημειώσεων («γιά να δούμε τί γράφουν τα κιτάπια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kitap] … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») … Dictionary of Greek
πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… … Dictionary of Greek
υπομνηματισμός — ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] νεοελλ. μσν. συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμός αρχ. 1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα 2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι 3. γραπτή απόφαση βασιλιά 4. γραπτή απόφαση τού Αρείου… … Dictionary of Greek